Βασανιστήριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: βασανιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rek, marteling, foltering, martelen, martelingen, folteringen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασανιστήριο
βασανιστήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βασανιστήριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βασανιζόμενος στα ολλανδικά - vasanizomenos
- βασανισμός στα ολλανδικά - stervensnood, folteren, doodsstrijd, beklemming, kwelling, kwellen, plaag, ...
- βασικός στα ολλανδικά - kramp, nietje, haakje, klamp, fundamenteel, basis-, basisch, ...
- βασιλεία στα ολλανδικά - regeren, bestuur, heersen, regering, heerschappij, bewind, koning werd, ...
Τυχαίες λέξεις
Βασανιστήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rek, marteling, foltering, martelen, martelingen, folteringen
Μεταφράσεις: rek, marteling, foltering, martelen, martelingen, folteringen