Resideren στα ελληνικά
Μετάφραση: resideren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, διαμένω, κατοικώ, ζωντανός, άνθρωποι, κόσμος, μένω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- reservering στα ελληνικά - κράτηση, επιφύλαξη, κράτησης, κρατήσεων, της κράτησης
- reservoir στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ταμιευτήρα, ρεζερβουάρ
- resistent στα ελληνικά - απρόσβλητος, άτρωτος, ανθεκτικός, ανθεκτικά, ανθεκτικό, ανθεκτική, ανθεκτικών
- resolutie στα ελληνικά - αποφασίζω, κίνηση, κήρυξη, γνέφω, διευθετώ, πρόταση, λύνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Resideren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, διαμένω, κατοικώ, ζωντανός, άνθρωποι, κόσμος, μένω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Μεταφράσεις: άνθρωπος, διαμένω, κατοικώ, ζωντανός, άνθρωποι, κόσμος, μένω, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου