Άνθρωποι στα ολλανδικά

Μετάφραση: άνθρωποι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lieden, huizen, mensen, wonen, volk, resideren, lui, personen, de mensen, mensen die
Άνθρωποι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνθρωποι

άνθρωποι μονάχοι, άνθρωποι που ξεχωρίζουν, άνθρωποι και δελφίνια, άνθρωποι και μηχανές, άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης, άνθρωποι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άνθρωποι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άνθος στα ολλανδικά - bloesem, bloem, bloeien, bloemen, flower, bloem van, De bloem
  • άνθρακας στα ολλανδικά - steenkool, kolen, kool, voor Kolen, Coal
  • άνθρωπος στα ολλανδικά - volk, resideren, kerel, individu, menselijk, vent, mensdom, ...
  • άνισος στα ολλανδικά - ongelijk, ongelijke, een ongelijke, de ongelijke, ongelijkheid
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωποι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lieden, huizen, mensen, wonen, volk, resideren, lui, personen, de mensen, mensen die