Roem στα ελληνικά
Μετάφραση: roem, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλείο, διάδοση, φήμη, δόξα, Δόξα, τη φήμη, φήμης, η φήμη
Μεταφράσεις
- roeiriem στα ελληνικά - κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
- roeispaan στα ελληνικά - κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
- roemen στα ελληνικά - εκθειάζω, επαινώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
- roemruchtig στα ελληνικά - ξακουστός, αξιοσημείωτος, ένδοξος, φημισμένος, γνωστός, διάσημος, πολύκροτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Roem στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλείο, διάδοση, φήμη, δόξα, Δόξα, τη φήμη, φήμης, η φήμη
Μεταφράσεις: μεγαλείο, διάδοση, φήμη, δόξα, Δόξα, τη φήμη, φήμης, η φήμη