Δόξα στα ολλανδικά

Μετάφραση: δόξα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lof, glorie, beroemdheid, roem, heerlijkheid, eer, de heerlijkheid
Δόξα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δόξα

δόξα τω θεώ, δόξα νέας μανωλάδας, δόξα βύρωνα, δόξα σοι ο θεός, δόξα κρανούλας, δόξα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δόξα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δόλωμα στα ολλανδικά - lokken, aas, lokaas, bait, aas te
  • δόνηση στα ολλανδικά - trilling, vibratie, trillingen, vibraties, trillen
  • δόρυ στα ολλανδικά - speer, spear, spies, lans, onderwatervissen
  • δότης στα ολλανδικά - schenker, gever, donor, donoren, donors
Τυχαίες λέξεις
Δόξα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lof, glorie, beroemdheid, roem, heerlijkheid, eer, de heerlijkheid