Salon στα ελληνικά

Μετάφραση: salon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαζί, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου
Salon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • saletjonker στα ελληνικά - μάγκα, φίλε, δικέ μου, το μάγκα
  • salie στα ελληνικά - φασκομηλιά, φασκόμηλο, φασκόμηλου, το φασκόμηλο, σοφός
  • saluut στα ελληνικά - χαιρετισμός, χαιρετισμό, χαιρετισμού, χαιρετούν, salute
  • salvia στα ελληνικά - φασκόμηλο, φασκομηλιά, φασκόμηλου, το φασκόμηλο, σοφός
Τυχαίες λέξεις
Salon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαζί, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου