Scheiden στα ελληνικά

Μετάφραση: scheiden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, διχοτομία, χωριστός, ξεχωριστός, κόβω, διχάζω, αποκόβω, χωρίζω, μοίρα, μερίδιο, διαιρώ, ιδιαίτερος, πάρουν διαζύγιο, παίρνουν διαζύγιο, διαζυγίου, περίπτωση διαζυγίου, οδηγηθούν σε διαζύγιο
Scheiden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • scheerriem στα ελληνικά - ακονίζω, strop, λουρί, το λουρί, λωρί ξυραφιού
  • scheet στα ελληνικά - κουρδίζω, αιολική, άνεμος, κλανιά, fart, κλάνω, κλάνει, ...
  • scheiding στα ελληνικά - χωρισμός, αποχαιρετισμός, παραιτούμαι, παρατάω, χωρίστρα, διαζύγιο, φεύγω, ...
  • scheidsmuur στα ελληνικά - εμποδίζω, φράζω, μπαρ, κάγκελο, φράγμα, εμπόδιο, φραγμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Scheiden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, διχοτομία, χωριστός, ξεχωριστός, κόβω, διχάζω, αποκόβω, χωρίζω, μοίρα, μερίδιο, διαιρώ, ιδιαίτερος, πάρουν διαζύγιο, παίρνουν διαζύγιο, διαζυγίου, περίπτωση διαζυγίου, οδηγηθούν σε διαζύγιο