Snol στα ελληνικά

Μετάφραση: snol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τάρτα, πόρνη, ιερόδουλη, στυφός, πατσαβούρα, εταίρα, καυστικός, φίλη αλήτη, Moll, Μολ, ΜοΙΙ, Μοίΐ
Snol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • snoer στα ελληνικά - κορδόνι, παρατάσσω, ρυτίδα, κολιέ, εξοκέλλω, χορδή, γραμμή, ...
  • snoezig στα ελληνικά - τετραπέρατος, πανουργία, καπάτσος, πονηρός, πανέξυπνος, μαζεμένος, χάδια, ...
  • snood στα ελληνικά - εγκληματίας, ανέντιμος, εμπαθής, κακόβουλος, βρώμικος, μοχθηρός, ακάθαρτος, ...
  • snor στα ελληνικά - μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
Τυχαίες λέξεις
Snol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τάρτα, πόρνη, ιερόδουλη, στυφός, πατσαβούρα, εταίρα, καυστικός, φίλη αλήτη, Moll, Μολ, ΜοΙΙ, Μοίΐ