Ιερόδουλη στα ολλανδικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snol, prostitueren, prostituée, prostituee, hoer, prostitué
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιερόδουλη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα ολλανδικά - inquisitoir, inquisiteur, Inquisitor, gerechtelijk onderzoeker
- ιεροκήρυκας στα ολλανδικά - predikant, kanselredenaar, prediker, Preacher, dominee, de Prediker
- ιερός στα ολλανδικά - geheiligd, heilige, gewijd, heilig, sacraal, gewijde, sacrale, ...
- ιερότητα στα ολλανδικά - heiligheid, sacraliteit, sacredness, de heiligheid
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: snol, prostitueren, prostituée, prostituee, hoer, prostitué
Μεταφράσεις: snol, prostitueren, prostituée, prostituee, hoer, prostitué