Στυφός στα ολλανδικά
Μετάφραση: στυφός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuur, snol, bijtend, bitter, scherp, scherpe, bijtende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυφός
στυφός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στυφός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στυλοβάτης στα ολλανδικά - kolom, steun, colonne, leuning, pilaar, steunpilaar, drager, ...
- στυλό στα ολλανδικά - hok, pen, de pen, pennen
- στυφότητα στα ολλανδικά - schelheid, bitsheid, guurheid, samentrekkende eigenschap, adstringentiereactie, wrangheid, adstringentie, ...
- στόκος στα ολλανδικά - stopverf, plamuur, putty, kit, plamuren
Τυχαίες λέξεις
Στυφός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zuur, snol, bijtend, bitter, scherp, scherpe, bijtende
Μεταφράσεις: zuur, snol, bijtend, bitter, scherp, scherpe, bijtende