Πατσαβούρα στα ολλανδικά
Μετάφραση: πατσαβούρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snol, lichtekooi, hoer, zwabber, wattenstaafje, staafje, swab, doekje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατσαβούρα
πατσαβούρα ετυμολογία, πατσαβούρα της βέρμαχτ, πατσαβούρα γλυκό, πατσαβούρα τυρόπιτα, πατσαβούρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πατσαβούρα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πατρότητα στα ολλανδικά - vaderschap, het vaderschap, fatherhood, vader-
- πατσάς στα ολλανδικά - pens, reeds genoemde faciliteiten, pensen, reeds genoemde faciliteiten heeft, darmen
- παφλάζω στα ολλανδικά - plassen, blaas, kabbelen, borrelen, ronde, klapperen, zeepbel, ...
- παχνιάζομαι στα ολλανδικά - vorst, rijp, rijm, rime, Rimé, rijp samenvatting
Τυχαίες λέξεις
Πατσαβούρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: snol, lichtekooi, hoer, zwabber, wattenstaafje, staafje, swab, doekje
Μεταφράσεις: snol, lichtekooi, hoer, zwabber, wattenstaafje, staafje, swab, doekje