Toevallig στα ελληνικά
Μετάφραση: toevallig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυχαίος, ευκαιρία, σποραδικός, ξέγνοιαστος, τύχη, συγκυρία, πρόχειρος, πιθανότητα, ανεπίσημος, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- buigen στα ελληνικά - καμπυλώνεται, κακοποιός, γέρνω, στροφή, απατεώνας, σκύβω, λυγίζω, ...
- kan στα ελληνικά - στάμνα, κούπα, μούρη, κανάτα, μπορώ, μπορεί, μπορούν, ...
- kansel στα ελληνικά - κούτσουρο, αμβώνας, άμβωνα, άμβωνας, pulpit, ο άμβωνας
- respect στα ελληνικά - εκτίμηση, σέβομαι, θεωρώ, σεβασμός, υπόληψη, αφορά, σχέση, ...
Τυχαίες λέξεις
Toevallig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυχαίος, ευκαιρία, σποραδικός, ξέγνοιαστος, τύχη, συγκυρία, πρόχειρος, πιθανότητα, ανεπίσημος, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη
Μεταφράσεις: τυχαίος, ευκαιρία, σποραδικός, ξέγνοιαστος, τύχη, συγκυρία, πρόχειρος, πιθανότητα, ανεπίσημος, τυχόν, τυχαία, τυχαίο, κατά τύχη, από την τύχη