Treffen στα ελληνικά

Μετάφραση: treffen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεργία, σύγκρουση, συμπλοκή, απολαβή, βρίσκω, σουξέ, φτιάχνω, επηρεάζω, μετακομίζω, κίνηση, κάνω, πινελιά, εξαναγκάζω, κατορθώνω, κατασκευάζω, επίδραση, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Treffen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanbrengen στα ελληνικά - περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, παίρνω, μεταδίδω, φτιάχνω, διαβιβάζω, ...
  • bevattelijk στα ελληνικά - έξυπνος, κατανοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, κατανοητά
  • egards στα ελληνικά - θεωρώ, υπόληψη, σέβομαι, σεβασμός, εκτίμηση
  • milieu στα ελληνικά - περιβάλλον, περικυκλώνω, περίχωρα, πλαισίωση, πλαισιώνω, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος, ...
Τυχαίες λέξεις
Treffen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεργία, σύγκρουση, συμπλοκή, απολαβή, βρίσκω, σουξέ, φτιάχνω, επηρεάζω, μετακομίζω, κίνηση, κάνω, πινελιά, εξαναγκάζω, κατορθώνω, κατασκευάζω, επίδραση, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν