Treincoupé στα ελληνικά
Μετάφραση: treincoupé, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, διαμέρισμα, διαμερίσματος, θαλάμου, θάλαμο, θήκη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afleiding στα ελληνικά - αναψυχή, περισπασμός, απόσπαση της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, αποσπά την προσοχή, περισπασμό
- beheersen στα ελληνικά - εντολή, βασιλεύω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, κανόνας, ιθύνω, ...
- campagne στα ελληνικά - προσπάθεια, αιτία, κίνημα, σκοπός, κίνηση, οδηγώ, προξενώ, ...
- leuningstoel στα ελληνικά - πολυθρόνα, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
Τυχαίες λέξεις
Treincoupé στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, διαμέρισμα, διαμερίσματος, θαλάμου, θάλαμο, θήκη
Μεταφράσεις: μέρος, διαμέρισμα, διαμερίσματος, θαλάμου, θάλαμο, θήκη