Περιπλανιέμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: περιπλανιέμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trekken, waren, rondtrekken, rondreizen, zwerven, dwalen, ronddwalen, dolen, ronddolen, wandelen, slenteren
Περιπλανιέμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιπλανιέμαι

περιπλανιέμαι συνώνυμα, περιπλανιέμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περιπλανιέμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιπατητικός στα ολλανδικά - ambulatory, ambulante, ambulant, de ambulante, kooromgang
  • περιπλέκω στα ολλανδικά - compliceren, verwarren, Perplex, verwar, verlegen maken
  • περιπλοκή στα ολλανδικά - complicatie, complicaties, verwikkeling, ingewikkeldheid
  • περιποιητικά στα ολλανδικά - attent, aandachtig, peripoiitika
Τυχαίες λέξεις
Περιπλανιέμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trekken, waren, rondtrekken, rondreizen, zwerven, dwalen, ronddwalen, dolen, ronddolen, wandelen, slenteren