Σέρνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σέρνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trekken, slepen, drag, sleep, belemmering, sleept
Σέρνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σέρνω

σέρνω english, σέρνω αόριστος, σέρνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σέρνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σέρβις στα ολλανδικά - bediening, godsdienstoefening, diensten, eredienst, service, dienst, dienstverlening
  • σέρνομαι στα ολλανδικά - kruipen, crawl, kruip, kruipt, crawlen
  • σέρτικος στα ολλανδικά - straf, duchtig, gestreng, bar, zwaar, sertikos
  • σέσουλα στα ολλανδικά - primeur, schep, bolletje, schepje, lepel
Τυχαίες λέξεις
Σέρνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trekken, slepen, drag, sleep, belemmering, sleept