Uitgeleefd στα ελληνικά
Μετάφραση: uitgeleefd, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδύναμος, ασθενικός, ανίσχυρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Μεταφράσεις
- deduceren στα ελληνικά - περισυλλέγω, μαζεύω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάγω, συμπεραίνω, συναγάγει, ...
- elastisch στα ελληνικά - ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
- gramschap στα ελληνικά - θυμός, φούρκα, οργή, οργής, την οργή, οργή του, η οργή
- republiek στα ελληνικά - δημοκρατία, Δημοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Uitgeleefd στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδύναμος, ασθενικός, ανίσχυρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Μεταφράσεις: αδύναμος, ασθενικός, ανίσχυρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα