Uitgewekene στα ελληνικά
Μετάφραση: uitgewekene, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφυγας, εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- denkbaar στα ελληνικά - εφικτός, πιθανός, νοητός, νοητό, νοητή, σκεφθεί κανείς, αδιανόητη
- lezing στα ελληνικά - ομιλία, μιλώ, διάβασμα, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
- praktijk στα ελληνικά - σχέδιο, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
- synchronisch στα ελληνικά - σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονης, σύγχρονο, σύγχρονου
Τυχαίες λέξεις
Uitgewekene στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφυγας, εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους
Μεταφράσεις: πρόσφυγας, εκπατρισμένος, εκπατρισμένο, εκπατρισμένων, αποδήμων, εκπατρισμένους