Uitvoeren στα ελληνικά

Μετάφραση: uitvoeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωρίζω, κίνηση, παρουσιάζω, εκτελώ, παίζω, κάνω, παριστάνω, κατασκευάζω, δείχνω, δώρο, γεμίζω, διαδηλώνω, πράξη, δημιουργώ, εξάγω, έργο, διενεργεί, διενεργούν, διεξάγει, διεξάγουν, πραγματοποιούν
Uitvoeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanhankelijk στα ελληνικά - αφιερωμένος, αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερώνεται, αφοσιωμένος
  • einde στα ελληνικά - συμπέρασμα, τελειώνω, λήξη, κατάληξη, τέλος, άκρο, τέλη, ...
  • hoogmoed στα ελληνικά - έπαρση, καμάρι, αλαζονεία, αγερωτό, haughtiness, υπεροψίας, υψηλοφροσύνη
  • salade στα ελληνικά - μαρούλι, σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
Τυχαίες λέξεις
Uitvoeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωρίζω, κίνηση, παρουσιάζω, εκτελώ, παίζω, κάνω, παριστάνω, κατασκευάζω, δείχνω, δώρο, γεμίζω, διαδηλώνω, πράξη, δημιουργώ, εξάγω, έργο, διενεργεί, διενεργούν, διεξάγει, διεξάγουν, πραγματοποιούν