Veelvuldig στα ελληνικά
Μετάφραση: veelvuldig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνός, συχνάζω, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afdraaien στα ελληνικά - χαμηλώνω, ταπεινώνω, μείωση, τυλίξει από, τροχούς από, τροχών από
- festijn στα ελληνικά - συμπόσιο, πανηγύρι, πανδαισία, ευωχούμαι, fest, φεστιβάλ, γιορτή, ...
- hecht στα ελληνικά - δυνατός, στάβλος, ουσιαστικός, γερός, εταιρία, σταθερός, ρωμαλέος, ...
- homofiel στα ελληνικά - γκέι, gay, ομοφυλόφιλος, Φιλικό προς τους, Φιλικό προς
Τυχαίες λέξεις
Veelvuldig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνός, συχνάζω, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Μεταφράσεις: συχνός, συχνάζω, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών