Veerkrachtig στα ελληνικά

Μετάφραση: veerkrachtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, ελαστικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά
Veerkrachtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bakker στα ελληνικά - φούρναρης, αρτοποιός, Baker, αρτοποιού, Μπέικερ
  • beroemd στα ελληνικά - ξακουστός, διάσημος, φημισμένος, πολύκροτος, επιφανής, αξιοσημείωτος, ένδοξος, ...
  • breken στα ελληνικά - παραβιάζω, παραβαίνω, αθετώ, να σπάσει, για να σπάσει, να σπάσουν
  • schilfer στα ελληνικά - κλιμάκωση, κλίμακας, λέπι, κλίμακα, νιφάδα, νιφάδων, νιφάδες, ...
Τυχαίες λέξεις
Veerkrachtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ελαστικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά