Voordeel στα ελληνικά
Μετάφραση: voordeel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, απολαβές, ωφέλεια, όφελος, επίδομα, αμοιβή, δίχτυ, ανταμοιβή, επωφελούμαι, πλεονέκτημα, ενδιαφέρον, προτέρημα, επιτόκιο, τόκος, αποδοχές, οφέλους, παροχών, παροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afrit στα ελληνικά - διέξοδος, έξοδος, θέμα, αναχώρηση, απόκλιση, τεύχος, εξόδου, ...
- grondwet στα ελληνικά - σύνταγμα, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, Συντάγματος της
- impressie στα ελληνικά - ιδέα, εντύπωση, γνωμάτευση, πίστη, αντίληψη, άποψη, πεποίθηση, ...
- lemmet στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
Τυχαίες λέξεις
Voordeel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, απολαβές, ωφέλεια, όφελος, επίδομα, αμοιβή, δίχτυ, ανταμοιβή, επωφελούμαι, πλεονέκτημα, ενδιαφέρον, προτέρημα, επιτόκιο, τόκος, αποδοχές, οφέλους, παροχών, παροχή
Μεταφράσεις: απολαβή, απολαβές, ωφέλεια, όφελος, επίδομα, αμοιβή, δίχτυ, ανταμοιβή, επωφελούμαι, πλεονέκτημα, ενδιαφέρον, προτέρημα, επιτόκιο, τόκος, αποδοχές, οφέλους, παροχών, παροχή