Επωφελούμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: επωφελούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voordeel, pré, ik neem, ik, neem ik, ben ik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επωφελούμαι
επωφελούμαι αντιθετο, επωφελούμαι συνώνυμα, επωφελούμαι κλιση, επικαλούμαι κλιση, επωφελούμαι τινόσ, επωφελούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επωφελούμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επωνυμία στα ολλανδικά - naamwoord, naam, benaming, naam van, de naam, Datums leeg
- επωφελής στα ολλανδικά - gezond, voordelig, gunstig, voordelige, voordeligste, gunstige
- επόμενος στα ολλανδικά - volgend, eerstvolgend, eerstkomend, naast, aanstaand, volgende, komende, ...
- επόπτης στα ολλανδικά - opzichter, inspecteur, directeur, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor
Τυχαίες λέξεις
Επωφελούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voordeel, pré, ik neem, ik, neem ik, ben ik
Μεταφράσεις: voordeel, pré, ik neem, ik, neem ik, ben ik