Όφελος στα ολλανδικά
Μετάφραση: όφελος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baat, voordeel, pré, baten, uitkering, behoeve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όφελος
όφελος συνώνυμα, όφελος απόσυρσης, όφελος αντώνυμο, όφελος κλίση, όφελος ωφελώ, όφελος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όφελος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- όσχεο στα ολλανδικά - scrotum, balzak, het scrotum, de balzak
- όταν στα ολλανδικά - als, terwijl, toen, wanneer, bij, bij het
- όχημα στα ολλανδικά - vehikel, wagen, voertuig, auto, voertuigen, het voertuig
- όχθη στα ολλανδικά - boord, walkant, oever, bank, wal, waterkant, kant, ...
Τυχαίες λέξεις
Όφελος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: baat, voordeel, pré, baten, uitkering, behoeve
Μεταφράσεις: baat, voordeel, pré, baten, uitkering, behoeve