Vrouw στα ελληνικά
Μετάφραση: vrouw, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήγας, γυναίκα, βασίλισσα, σύζυγος, βασιλιάς, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anesthesie στα ελληνικά - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- broeder στα ελληνικά - αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
- lantaarn στα ελληνικά - φανός, φανάρι, φαναράκι, φανού, φαναριού, φανό
- routine στα ελληνικά - ρουτίνα, ρουτίνας, συνήθεις, συνήθη, συνήθων
Τυχαίες λέξεις
Vrouw στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήγας, γυναίκα, βασίλισσα, σύζυγος, βασιλιάς, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Μεταφράσεις: ρήγας, γυναίκα, βασίλισσα, σύζυγος, βασιλιάς, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των