Γυναίκα στα ολλανδικά

Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
echtgenote, vrouw, eega, gemalin, vrouw die, vrouw van
Γυναίκα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυναίκα

γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γυναίκα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γυμνός στα ολλανδικά - onbedekt, puur, naakt, rein, naar, ontbloot, louter, ...
  • γυμνώνω στα ολλανδικά - strip, windsel, streep, ontdoen, stropen, reep, wapenbalk, ...
  • γυρίζω στα ολλανδικά - teruggeven, weeromkomen, terugkomen, retourneren, wederkeren, opbrengen, wederkeer, ...
  • γωνία στα ολλανδικά - nis, hoek, hoek van, angle, de hoek, invalshoek
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: echtgenote, vrouw, eega, gemalin, vrouw die, vrouw van