Waarnemer στα ελληνικά
Μετάφραση: waarnemer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijlage στα ελληνικά - προσάρτημα, αναβάτης, παράρτημα, επισυνάψετε, αποδίδουν, συνδέσετε, να επισυνάψετε, ...
- knul στα ελληνικά - θνητός, άτομο, ανθρώπινος, γάτα, άνθρωπος, θανάσιμος, κάποιος, ...
- pracht στα ελληνικά - πολυτέλεια, πολυτελής, μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο, αίγλη
- technisch στα ελληνικά - τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
Τυχαίες λέξεις
Waarnemer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή
Μεταφράσεις: παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή