Παρατηρητής στα ολλανδικά
Μετάφραση: παρατηρητής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waarnemer, observator, van waarnemer, toeschouwer, waarnemers
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρατηρητής
παρατηρητής αε, παρατηρητής αγίων αναργύρων, παρατηρητής χολαργού, παρατηρητής φλώρινας, παρατηρητής ημαθίας, παρατηρητής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παρατηρητής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παρατείνω στα ολλανδικά - verlengen, uitbreiden, uitstrekken, zich uitstrekken, breiden
- παρατηρητήριο στα ολλανδικά - uitkijktoren, wachttoren, watchtower, Wachttorengenootschap, Wachttoren van
- παρατηρητικότητα στα ολλανδικά - opmerking, observatie, waarneming, aanmerking, standje, berisping, blaam, ...
- παρατηρώ στα ολλανδικά - aanplakbiljet, standje, opvolgen, opmerking, poster, bericht, affiche, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρατηρητής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: waarnemer, observator, van waarnemer, toeschouwer, waarnemers
Μεταφράσεις: waarnemer, observator, van waarnemer, toeschouwer, waarnemers