Werkstaking στα ελληνικά

Μετάφραση: werkstaking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Werkstaking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aangroeien στα ελληνικά - αύξηση, μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, ...
  • geestigheid στα ελληνικά - ευφυία
  • misdrijf στα ελληνικά - έγκλημα, παράβαση, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, εγκληματικότητα
  • stellen στα ελληνικά - εικασία, υπολογίζω, υποθέτω, νομίζω, μαντεύω, σκέφτομαι, φαντάζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Werkstaking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, απεργία, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα