Werkzaam στα ελληνικά
Μετάφραση: werkzaam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις
- aftreden στα ελληνικά - αποσύρομαι, παραιτηθεί, παραιτούνται, παραιτηθούν, να παραιτηθεί, παραίτησή
- astronaut στα ελληνικά - αστροναύτης, αστροναύτη, αστροναυτών, αστροναύτης του, Ο αστροναύτης
- lettergreep στα ελληνικά - συλλαβή, συλλαβής, συλλαβών, συλλαβές
- omhullen στα ελληνικά - περιτυλίσσω, τυλίγω, περιτυλίγω, περικαλύπτω, κονδύλιο
Τυχαίες λέξεις
Werkzaam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: ενεργός, δραστήριος, ακμαίος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται