Wiek στα ελληνικά

Μετάφραση: wiek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεμοδείκτης, φτερό, πτερύγιο, φυτίλι, θρυαλλίδας, θρυαλλίδα, φυτιλιού, φιτίλι
Wiek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boomstam στα ελληνικά - προβοσκίδα, στέλεχος, στείρα, μίσχος, σεντούκι, μπαούλο, κορμό δέντρου, ...
  • cassette στα ελληνικά - κασέτα, κιβούρι, φέρετρο, κασέτας, κασσέτα, φυσίγγης, της κασέτας
  • fijn στα ελληνικά - μαλθακός, ασύλληπτος, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, φευγαλέος, όμορφος, αίθριος, ...
  • sleepboot στα ελληνικά - ρυμουλκό, ρυμουλκού, ρυμουλκά, ρυμουλκών, διελκυστίνδα
Τυχαίες λέξεις
Wiek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεμοδείκτης, φτερό, πτερύγιο, φυτίλι, θρυαλλίδας, θρυαλλίδα, φυτιλιού, φιτίλι