Πτερύγιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: πτερύγιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wiek, klep, flap, klepje, lap, flappen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πτερύγιο
πτερύγιο αυτιού, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο καρχαρία, ρινικό πτερύγιο, ουραίο πτερύγιο, πτερύγιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πτερύγιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πταίσμα στα ολλανδικά - misdrijf, wanbedrijf, vergrijp, overtreding, misdemeanor
- πτερυγίζω στα ολλανδικά - onrust, beweging, opschudding, beroering, woeling, agitatie, fladderen, ...
- πτηνοτροφείο στα ολλανδικά - volière, vogelhuis, aviary, ren, voliere
- πτηνό στα ολλανδικά - pluimvee, gevogelte, vogel, vogels, bird, vogel van
Τυχαίες λέξεις
Πτερύγιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wiek, klep, flap, klepje, lap, flappen
Μεταφράσεις: wiek, klep, flap, klepje, lap, flappen