Wonen στα ελληνικά
Μετάφραση: wonen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, διαμένω, κατοικώ, μένω, ζωντανός, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- delfstof στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
- park στα ελληνικά - πάρκο, κοινός, συνηθισμένος, πράσινος, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, ...
- plafond στα ελληνικά - ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
- rotzooi στα ελληνικά - διαταραχή, πάθηση, αταξία, ακαταστασία, σκατά, μαλακία, μαλακίες, ...
Τυχαίες λέξεις
Wonen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, διαμένω, κατοικώ, μένω, ζωντανός, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Μεταφράσεις: άνθρωπος, κόσμος, άνθρωποι, διαμένω, κατοικώ, μένω, ζωντανός, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει