Worp στα ελληνικά
Μετάφραση: worp, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκσφενδονίζω, επιτελείο, ρίχνω, πέταγμα, βολή, ρίξιμο, πετώ, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betrappen στα ελληνικά - έκπληξη, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- gedaan στα ελληνικά - διαμέσου, Ολοκληρώθηκε, done, Έγινε, στην πράξη, γίνοντα
- makker στα ελληνικά - αδερφός, τύπος, αδελφός, σύντροφος, φίλος, κολλητός, συσχετίζω, ...
- schouwen στα ελληνικά - επιθεωρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω, ρολόι, φρουρά, βλέπω, τζάκια, ...
Τυχαίες λέξεις
Worp στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκσφενδονίζω, επιτελείο, ρίχνω, πέταγμα, βολή, ρίξιμο, πετώ, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Μεταφράσεις: εκσφενδονίζω, επιτελείο, ρίχνω, πέταγμα, βολή, ρίξιμο, πετώ, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε