Belövellés στα ελληνικά

Μετάφραση: belövellés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, ένεση,
Belövellés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belélegzés στα ελληνικά - εισπνοή, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής
  • belógás στα ελληνικά - αργοκίνητος, λάσκος, χαλαρός, μπόσικος, γέρνω, Sag, Κρέμαση, ...
  • belül στα ελληνικά - μέσα, εντός, κατά, στο, πλαίσιο
  • bemaródás στα ελληνικά - αυλάκι, κατάσχεση, την κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη
Τυχαίες λέξεις
Belövellés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, ένεση,