Bepiszkító στα ελληνικά
Μετάφραση: bepiszkító, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, ενδέχεται να λερώσει, να λερώσει, ενδέχεται να λερώσει τα, να λερώσει τα, μπορεί βρώμικο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bepakolás στα ελληνικά - εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση
- bepiszkoló στα ελληνικά - ακατάστατος, με κηλίδες
- bepárlás στα ελληνικά - εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- berakodás στα ελληνικά - φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
Τυχαίες λέξεις
Bepiszkító στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, ενδέχεται να λερώσει, να λερώσει, ενδέχεται να λερώσει τα, να λερώσει τα, μπορεί βρώμικο
Μεταφράσεις: ακατάστατος, ενδέχεται να λερώσει, να λερώσει, ενδέχεται να λερώσει τα, να λερώσει τα, μπορεί βρώμικο