Csökkentés στα ελληνικά

Μετάφραση: csökkentés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, ελάττωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Csökkentés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csöcs στα ελληνικά - χτύπημα, Tit, Τιτ, αιγίθαλος, βυζί
  • csökevény στα ελληνικά - υπόλειμμα, ίχνος, rudiment
  • csökkenés στα ελληνικά - κλίνω, ξεπεσμός, μαρασμός, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, ...
  • csöngés στα ελληνικά - δαχτυλίδια, δακτυλίους, δακτύλιοι, δακτυλίων, δακτύλιους
Τυχαίες λέξεις
Csökkentés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, ελάττωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή