Ελάττωση στα ουγγρικά
Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csökkentés, csökkentése, csökkentését, csökkenése, csökkentési
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωση
ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ελάττωση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ελάσσων στα ουγγρικά - csekélyebb, moll-hangsor, alárendelt, moll, melléktantárgy, fiatalabbik, kisebb, ...
- ελάττωμα στα ουγγρικά - bukott, hiányában, hanyatló, hiányosság, hiba, hibát, hibája, ...
- ελάφι στα ουγγρικά - szarvas, Deer, szarvasok, őz
- ελάχιστος στα ουγγρικά - minimális, minimum, legalább, legkisebb, a minimális
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: csökkentés, csökkentése, csökkentését, csökkenése, csökkentési
Μεταφράσεις: csökkentés, csökkentése, csökkentését, csökkenése, csökkentési