Diszpozíció στα ελληνικά

Μετάφραση: diszpozíció, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέφι, διάθεση, έγκλιση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Diszpozíció στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • disznózsír στα ελληνικά - λαρδί, το λαρδί, λαρδιού, του saindoux, χοιρινό λίπος
  • disznóól στα ελληνικά - χοιροστάσιο, κριθαράκι, χαλάζιο, Ιανουάριος, sty, χοιροστάσιου
  • diszpécser στα ελληνικά - Αποστολή, αποστολής, Κατανομής, Παράδοση, Παράδοση σε
  • disztribúció στα ελληνικά - διανομή, κατανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Τυχαίες λέξεις
Diszpozíció στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέφι, διάθεση, έγκλιση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση