Fennhatóság στα ελληνικά

Μετάφραση: fennhatóság, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, εξουσιάζω, υπεροχή, υπεροχής, κυριαρχία, την υπεροχή, κυριαρχίας
Fennhatóság στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fennakadás στα ελληνικά - διάσπαση, αναστάτωση, αποδιοργάνωση, διάρρηξη, διακοπή
  • fennhangon στα ελληνικά - φωναχτά, δυνατά, μεγαλοφώνως, μεγαλόφωνα
  • fennhéjazó στα ελληνικά - υπερόπτης, υπεροπτικός, αλαζονικός, αλαζόνας, τυραννικός, αυταρχικός, αυταρχική, ...
  • fennhéjázó στα ελληνικά - ψηλός, υπερόπτης, τυραννικός, αυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, κυριαρχική
Τυχαίες λέξεις
Fennhatóság στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, υπεροχή, υπεροχής, κυριαρχία, την υπεροχή, κυριαρχίας