Εξουσιάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: εξουσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felügyelet, vezérlés, fennhatóság, legyőz, elutasít, uralkodik, felülbírálhatja, felülbírálata
Εξουσιάζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιάζω

εξουσιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξουσιάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εξορκίζω στα ουγγρικά - ördögöt űz, szellemet idéz, kifüstöl, ördögöt kiűz
  • εξουσία στα ουγγρικά - szaktekintély, hatvány, teljesítmény, hatalom, erő, energia, hatalmi
  • εξουσιοδοτούμαι στα ουγγρικά - felhatalmazásom, jogosult vagyok, vagyok jogosítva, fel vagyok jogosítva, felhatalmazásom van
  • εξουσιοδοτώ στα ουγγρικά - engedélyez, engedélyezhetik, engedélyezik, engedélyezi, felhatalmazza
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: felügyelet, vezérlés, fennhatóság, legyőz, elutasít, uralkodik, felülbírálhatja, felülbírálata