Finomított στα ελληνικά
Μετάφραση: finomított, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου
Μεταφράσεις
- finomság στα ελληνικά - λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
- finomítatlan στα ελληνικά - ωμός, ακατέργαστος, χονδροειδής, ανεπεξέργαστος, ανεπεξέργαστο, μη ραφιναρισμένο, μη ραφιναρισμένου, ...
- finomítás στα ελληνικά - βελτίωση, λεπτότητα, διύλιση, ραφινάρισμα, ευγένεια
- fintor στα ελληνικά - μορφάζω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού
Τυχαίες λέξεις
Finomított στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου
Μεταφράσεις: καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου