Közös στα ελληνικά

Μετάφραση: közös, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμοιβαίος, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Közös στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • közömbösség στα ελληνικά - αδιαφορία, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας
  • közönség στα ελληνικά - οίκος, ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
  • közösség στα ελληνικά - κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
  • közösségi στα ελληνικά - κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, κοινοτική, κοινοτικού
Τυχαίες λέξεις
Közös στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμοιβαίος, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών