Αμοιβαίος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közös, kölcsönös, a kölcsönös, kölcsönösen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αμοιβαίος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αμοιβάδα στα ουγγρικά - véglény, amőba, amőbát, amoeba
- αμοιβή στα ουγγρικά - honorárium, elégtétel, fájdalomdíj, ellenszolgáltatás, illetmény, díjazás, javadalmazási, ...
- αμπάρι στα ουγγρικά - vár, hajótér, tart, tartsa, tartsa lenyomva, tartsuk lenyomva, tartani
- αμπέλι στα ουγγρικά - szőlőskert, szőlő, szőlőültetvény, dűlő, szőlőültetvények
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: közös, kölcsönös, a kölcsönös, kölcsönösen
Μεταφράσεις: közös, kölcsönös, a kölcsönös, kölcsönösen