Lazsálás στα ελληνικά

Μετάφραση: lazsálás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, αργοκίνητος
Lazsálás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laza στα ελληνικά - άνετος, εύκολος, χύμα, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
  • lazac στα ελληνικά - σολομός, σολομού, σολομό, του σολομού, σολωμού
  • lazulás στα ελληνικά - εκτόνωση, ξεκούραση, χαλαρότητα, χαλάρωση, χαλαρότητας, λασκάρει, looseness
  • lazítás στα ελληνικά - ξεκούραση, εκτόνωση, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
Τυχαίες λέξεις
Lazsálás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, αργοκίνητος