Leszármazás στα ελληνικά
Μετάφραση: leszármazás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, πατρότητα, η γονική, γονική σχέση, γονικής σχέσης, η γονική σχέση
Μεταφράσεις
- leszármazottak στα ελληνικά - απόγονοι, απογόνους, απογόνων, των απογόνων, οι απόγονοι
- leszármaztatás στα ελληνικά - κληρονομία, κληρονομιά, κληρονομιάς, κληρονομίας, κληρονομικότητα
- leszármazási στα ελληνικά - γενεαλογικός, γενεαλογικών, γενεαλογικούς, γενεαλογικού χαρακτήρα, γενεαλογικού χαρακτήρα που
- lesújtott στα ελληνικά - επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Τυχαίες λέξεις
Leszármazás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, πατρότητα, η γονική, γονική σχέση, γονικής σχέσης, η γονική σχέση
Μεταφράσεις: γραμμή, επενδύω, ρυτίδα, παρατάσσω, πατρότητα, η γονική, γονική σχέση, γονικής σχέσης, η γονική σχέση