Reménytelen στα ελληνικά

Μετάφραση: reménytelen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Reménytelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egyén στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
  • eltorzulás στα ελληνικά - παραμόρφωση, στρέβλωση, στρέβλωσης, νόθευση, η στρέβλωση
  • keresztbeporzás στα ελληνικά - διάβαση, διασταυρούμενη, εγκάρσια, εγκάρσιας, πολλαπλής
  • kerékpár στα ελληνικά - τροχός, ρόδα, ποδήλατο, ποδηλάτων, ποδηλάτου, Ενοικίαση ποδηλάτων, το ποδήλατο
Τυχαίες λέξεις
Reménytelen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη