Απελπισμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reménytelen, elkeseredett, baljóslatú, iszonyúan, reménytelennek, kilátástalan, a reménytelen
Απελπισμένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απελπισμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα ουγγρικά - kiutasítja, kiutasítani, kiutasító, kiutasításáról
  • απελευθερώνω στα ουγγρικά - felszabadít, felszabadítani, felszabadítsa, felszabadítsák, felszabadítására
  • απενεργοποιώ στα ουγγρικά - letiltása, tiltsa, letilthatja, letiltásához, tiltsa le
  • απερίσκεπτος στα ουγγρικά - merész, figyelmetlen, zabolátlan, tapintatlan, meggondolatlan, átgondolatlan, tapintatlannak, ...
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: reménytelen, elkeseredett, baljóslatú, iszonyúan, reménytelennek, kilátástalan, a reménytelen