Rendzavaró στα ελληνικά
Μετάφραση: rendzavaró, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, άτακτος, χαώδης, διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, διασπαστική, αποδιοργανωτική, διασπαστικές
Μεταφράσεις
- diffrakció στα ελληνικά - περίθλαση, διάθλαση, περίθλασης, διάθλασης, περιθλάσεως
- fauna στα ελληνικά - πανίδα, πανίδας, χλωρίδας, της πανίδας, την πανίδα
- hajóoldal στα ελληνικά - σανίδα, επιβιβάζομαι, σελίδα, τη σελίδα, σελίδας, της σελίδας, σελίδα του
- nélkülözés στα ελληνικά - κακουχία, ταλαιπωρία, δυσκολίες, δυσκολία, κακουχίες, δυσχερειών
Τυχαίες λέξεις
Rendzavaró στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, άτακτος, χαώδης, διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, διασπαστική, αποδιοργανωτική, διασπαστικές
Μεταφράσεις: ακατάστατος, άτακτος, χαώδης, διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, διασπαστική, αποδιοργανωτική, διασπαστικές