Vén στα ελληνικά

Μετάφραση: vén, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαιός, γέρος, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Vén στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • földgát στα ελληνικά - τράπεζα, όχθη, ανάχωμα
  • lelocsolás στα ελληνικά - κακολογία
  • napkelet στα ελληνικά - Ανατολή, Orient, Ανατολής, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν
Τυχαίες λέξεις
Vén στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαιός, γέρος, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά